κεφαλαιοκρατισμός

κεφαλαιοκρατισμός
ο капитализм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κεφαλαιοκρατισμός" в других словарях:

  • κεφαλαιοκρατισμός — ο κεφαλαιοκρατία, καπιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαιο κρατία με την κατάλ. ισμός. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • υπερκεφαλαιοκρατισμός — ο, Ν υπερκαπιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κεφαλαιοκρατισμός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»